εξεμπολώ

εξεμπολώ
ἐξεμπολῶ, -άω και ιων. τ. ἐξεμπολέω (Α)
1. κερδίζω από το εμπόριο («ὅποι πλέων ἐξεμπολήσει κέρδος ἤ ξενώσεται», Σοφ.)
2. ξεπουλώ («ἐξεμπολήσας τὸν φόρτον», Δίον. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”